- φασματοφωτομετρία
- η, Ν [φασματοφωτόμετρο]φυσ.-χημ. τεχνική μετρήσεων και σύγκρισης τών φασματικών αναλύσεων δύο ακτινοβολιών με τη βοήθεια τού φασματοφωτομέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectrophotometry].
Dictionary of Greek. 2013.